- μηναγύρτης
- μηναγύρτης, ὁ (Α)1. μητραγύρτης*2. ως κύριο όν. Μηναγύρτηςτίτλος κωμωδιών τού Αντιφάνους και τού Μενάνδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Μήν- + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηναγύρτης — a priest of Rhea masc nom sg μηναγυρτέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναγύρται — μηναγύρτης a priest of Rhea masc nom/voc pl μηναγύρτᾱͅ , μηναγύρτης a priest of Rhea masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναγυρτῶν — μηναγύρτης a priest of Rhea masc gen pl μηναγυρτέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναγύρτην — μηναγύρτης a priest of Rhea masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναγύρτῃ — μηναγύρτης a priest of Rhea masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναγυρτώ — μηναγυρτῶ, έω (Α) [μηναγύρτης] (δ. γρφ.) μητραγυρτώ* … Dictionary of Greek